Είναι διαχρονική η πρακτική που ακολουθείται στη χώρα μας να την... πληρώνουν μονίμως οι συνεπείς.
Τα χρόνια της κρίσης απλά το φαινόμενο έχει ενταθεί ακόμη περισσότερο. Ο συνεπής φορολογούμενος, από πεποίθηση ή επειδή δεν μπορεί να φοροδιαφύγει, καλείται να πληρώσει υψηλότερο φόρο για να καλυφθεί ο εκάστοτε στόχος για τα έσοδα, επειδή θεωρούμε δεδομένο -και είναι- ότι κάποιοι δεν θα... πληρώσουν. Το ίδιο παρατηρείται με τα δάνεια στις τράπεζες οι οποίες καλύπτουν τις όποιες επισφάλειες με αυξημένα επιτόκια για τους συνεπείς δανειολήπτες. Ανάλογη είναι η κατάσταση και το πρόβλημα με τις ασφαλιστικές εισφορές. Μόνο που εδώ είναι βαρύτερο το τίμημα.
Επειδή λοιπόν για ένα μεγάλο ποσοστό ασφαλισμένων περίπου το 35% δεν καταβάλλονται οι εισφορές, συζητείται το σενάριο για αύξηση των εισφορών, τις οποίες δεν θα πληρώσουν όσοι εξακολουθούν να είναι ασυνεπείς, αλλά, εκείνοι που πλήρωναν μέχρι σήμερα.
Αυτό δεν είναι μόνο άδικο, αλλά διαμορφώνει και άνισους όρους στον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, προκαλώντας ακόμη μία στρέβλωση. Όλοι γνωρίζουμε ότι οι ασφαλιστικές εισφορές είναι υψηλές στη χώρα μας.
Την προηγούμενη διετία μειώθηκαν οι εργοδοτικές εισφορές στο ΙΚΑ κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, χωρίς βέβαια να έχει μετρηθεί μέχρι σήμερα πιο ήταν το αποτέλεσμα αυτού του μέτρου στην απασχόληση. Θα μπορούσε τότε να είχε συνδυαστεί η μείωση των εισφορών με τη συνέπεια της επιχείρησης στην καταβολή των εισφορών, τη διατήρηση ή και την αύξηση των θέσεων εργασίας κ.λπ. Αυτό δεν έγινε, αλλά υπήρξε μείωση που αφορούσε χωρίς διάκριση όλες τις επιχειρήσεις.
Μπορεί λοιπόν τα οφέλη που προέκυψαν από το μέτρο αυτό να μην είναι σημαντικά σε σχέση με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας ή την ενίσχυση της απασχόλησης.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις από την επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς, δηλαδή η αύξηση κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα μετά τη μεγάλη επιβάρυνση που έχει σημειωθεί και από την αύξηση των φόρων.
Παράλληλα το μέτρο που ακούγεται για την επιβολή ειδικού φόρου σε κάποια υψηλά εισοδήματα, μπορεί να ακούγεται ευχάριστα σε όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα, αλλά δεν πρόκειται να αποδώσει σημαντικά οφέλη, όταν συνολικά οι αποδοχές και τα εισοδήματα έχουν μειωθεί τα χρόνια της κρίσης κατά περίπου 35%.
Άρα βρισκόμαστε μπροστά σε αδιέξοδο;
Η απάντηση είναι, όχι. Αλλά, αυτό προϋποθέτει να βελτιώσεις, όσο γίνεται, την εισπραξιμότητα. Δεν είναι εύκολο στις σημερινές συνθήκες, γιατί είναι προφανές πλέον ότι πολλοί από αυτούς που δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους, δεν είναι γιατί αδιαφορούν ή γιατί ανήκουν στην κατηγορία των μπαταχτσήδων, όπως τους γνωρίζαμε στο παρελθόν. Είναι γιατί αδυνατούν να πληρώσουν τις μεγάλες νέες υποχρεώσεις που έχουν δημιουργηθεί, ενώ την ίδια στιγμή έχει περιοριστεί σημαντικά ο τζίρος και τα κέρδη τους.
Επομένως δεν μπορούμε να προσδοκάμε σε εισπραξιμότητα 85% που είχαμε το 2008 στα ασφαλιστικά ταμεία πριν από την κρίση. Μπορεί όμως από το 50% που έχουμε σήμερα σε ορισμένα Ταμεία, όπως ο ΟΑΕΕ και ο ΟΓΑ, να πετύχουμε μια βελτίωση για να φθάσουμε έστω στο 60%.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ενημέρωση των οφειλετών για τις υποχρεώσεις τους, αλλά και τις δυνατότητες που έχουν να ρυθμίσουν τα χρέη τους.
Τα ασφαλιστικά ταμεία είναι από εκείνους που σπάνια «ενοχλούν» σε μια τακτική βάση τους οφειλέτες τους. Η συνήθης πρακτική που ακολουθούν είναι να ενοχλούν και μάλιστα πολύ έντονα, όταν συγκεντρώνονται κάποια στιγμή μετά από 5-10 χρόνια μεγάλες οφειλές και οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να αποπληρωθούν.
Μια, λοιπόν, τακτική μηνιαία παρακολούθηση και ενημέρωση του ασφαλισμένου θα μπορούσε να αποφέρει μεγαλύτερα έσοδα και να καλυφθεί ένα μέρος των υποχρεώσεών μας για το 2016, χωρίς να χρειαστεί να καλυφθεί το έλλειμμα με αυξήσεις των εισφορών ή με νέα μείωση των συντάξεων.
Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου