Η ισχύουσα μέχρι και το έτος 2012 φορολογική νομοθεσία προέβλεπε τη φορολόγηση του συνόλου των εισοδημάτων των φυσικών προσώπων, από κάθε πηγή προέλευσης, με μία ενιαία προοδευτική κλίμακα και αφορολόγητο όριο το οποίο αυξανόταν ανάλογα με τα προστατευόμενα τέκνα τους.
Από το 2013 ισχύει ένας νέος τρόπος ο οποίος προβλέπει τη φορολογία με διαφορετικό τρόπο του εισοδήματος από κάθε πηγή. Ειδικότερα το εισόδημα από μισθωτή εργασία φορολογείται με διαφορετικό τρόπο από το εισόδημα το οποίο προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα ή από εκμίσθωση ακινήτων ή από τόκους καταθέσεων κ.λπ.
Αυτός ο τρόπος φορολόγησης έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική επιταγή η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Όπως είχε επισημάνει η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής στην έκθεσή της κατά τη συζήτηση το καλοκαίρι του 2013 του νέου κώδικα φορολογίας εισοδήματος, ανακύπτει ζήτημα ως προς το εάν η εφαρμογή διαφορετικής κλίμακας φορολογικών συντελεστών ανά κατηγορία εισοδήματος συνάδει προς τις αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολόγησης με βάση τη φοροδοτική ικανότητα, υπό την έννοια ότι αυτό το σύστημα φορολογίας, υπό προϋποθέσεις, άγει σε διαφορετική φορολογική επιβάρυνση εισοδημάτων ιδίου ύψους αναλόγως της πηγής από την οποία προέρχονται, καθώς επίσης και σε βαρύτερη φορολογική επιβάρυνση φορολογουμένων με μικρότερο εισόδημα προερχόμενο από μία πηγή εν σχέσει προς άλλους με μεγαλύτερο εισόδημα, το οποίο προέρχεται από περισσότερες πηγές. Ενδεικτικά για φορολογητέο εισόδημα 12.000 ευρώ προκύπτει φόρος 540 ευρώ για μισθωτό, 3.120 ευρώ για αυτοαπασχολούμενο και 1.320 ευρώ για εκμισθωτή ακινήτων.
Επίσης αν, για παράδειγμα, ένας φορολογούμενος έχει συνολικό εισόδημα προερχόμενο από μισθωτή εργασία 17.000 καλείται να καταβάλει φόρο εισοδήματος 1.640 ευρώ, ενώ ένας άλλος φορολογούμενος με το ίδιο συνολικό εισόδημα προερχόμενο από μισθωτή εργασία 10.000, ευρώ και από ενοίκια 7.000 ευρώ καλείται να καταβάλει φόρο εισοδήματος 870 ευρώ, όταν και οι δύο έχουν ουσιαστικά την ίδια φοροδοτική ικανότητα.
Σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο ποσό εισοδήματος αυτό έχει αντικατασταθεί από μείωση φόρου μόνο για το εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις αντιστρόφως ανάλογη του εισοδήματός τους που σημαίνει ότι όσο αυξάνεται το εισόδημα, μειώνεται η μείωση φόρου. Επισημαίνεται ότι, δεν λαμβάνεται υπόψη η οικογενειακή κατάσταση του φορολογούμενου με αποτέλεσμα, π.χ. για ετήσιο εισόδημα 18.000 ευρώ, την ίδια ακριβώς μείωση φόρου να έχει ένας άγαμος αλλά και ένας έγγαμος ο οποίος βαρύνεται με τρία παιδιά, γιατί και οι δύο καλούνται να καταβάλουν φόρο ύψους 1.860 ευρώ, δηλαδή ο φορολογικός νομοθέτης θεωρεί ότι έχουν την ίδια φοροδοτική ικανότητα γνωρίζοντας όμως ότι ο δεύτερος έχει αυξημένες δαπάνες.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών πρέπει να επανεξετάσει τον τρόπο φορολόγησης των φυσικών προσώπων και να προβεί στην αντικατάστασή του από ένα νέο και δίκαιο. Ένας τρόπος που έχει προταθεί από το 2009 και μπορεί παράλληλα να συμβάλει τα μέγιστα στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, γιατί θα δημιουργήσει αντικρουόμενα συμφέροντα, είναι να αναγνωρίζονται όλες οι δαπάνες των φυσικών προσώπων εφόσον έχουν εξοφληθεί μέσω χρωστικών, πιστωτικών ή προπληρωμένων καρτών, άρα να χτίζεται το αφορολόγητο με αυτές. Τα οφέλη θα είναι ουσιαστικά και για τους φορολογούμενους αλλά και για τα κρατικά ταμεία.
Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου