Oσοι επιμένουν πεισματικά ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι θέμα αριθμών και όχι πολιτικής, είτε δεν καταλαβαίνουν τι τους γίνεται είτε κάνουν πως δεν γνωρίζουν τι «παίζεται», εξυπηρετώντας (ακουσίως ή εκουσίως) συγκεκριμένα συμφέροντα.
Άλλωστε, ακόμη και το αφεντικό της γερμανικής Bundesbank, Γενς Βάιντμαν, ξεκαθάρισε την περασμένη εβδομάδα ότι δεν είναι η ΕΚΤ αυτή που θα αποφασίσει εάν η Ελλάδα θα παραμείνει ή όχι στην Ευρωζώνη, αλλά οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί. Όσο για το ΔΝΤ, παρά τις «τρελές» απαιτήσεις του για τους μισθούς και τις συντάξεις και το δόγμα του «εγώ παίρνω πάντοτε όσα μου χρωστούν», αναγνώρισε πριν από μερικές ημέρες ευθαρσώς και δημοσίως ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και, κατά συνέπεια, εναπόκειται στους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας να λάβουν την πολιτική απόφαση εάν θα το «κουρέψουν» ή όχι.
Για να λέμε την αλήθεια, άλλωστε, δεν χρειάζονται δα και ιδιαίτερες γνώσεις για να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει και να παραδεχθεί, ταυτόχρονα, ότι αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει την απολύτως ορθή επιλογή -ασχέτως του τρόπου που το χειρίζεται και της τελικής κατάληξης της διαπραγμάτευσης. Όπως δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει οποιοσδήποτε ότι και η επικείμενη αντιπαράθεση της Βρετανίας με την Ε.Ε. δεν αφορά απλώς και μόνο την εφαρμογή ή μη κάποιων κανόνων από την πλευρά του Λονδίνου, αλλά είναι μια αμιγώς πολιτική σύγκρουση, η οποία έχει να κάνει με τη μελλοντική πορεία και δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με άλλα λόγια, οι υποθέσεις και τα σενάρια περί Grexit και Brexit δεν θα κριθούν από τους τεχνοκράτες -το Brussels Group για την περίπτωση της Ελλάδας και τις υπηρεσίες της Κομισιόν για την περίπτωση της Βρετανίας- αλλά από τους πολιτικούς ηγέτες. Παρά δε το γεγονός ότι αριθμοί και νόμοι θα χρησιμοποιούνται συχνά και εκατέρωθεν ως «όπλα» εκβιασμού στην πορεία των σκληρών διαπραγματεύσεων, η τελική απόφαση θα φέρει ένα κεφαλαίο και ευδιάκριτο «Π», το οποίο και θα σφραγίσει ανεξίτηλα την Ευρώπη.
Εάν συμφωνήσουμε επιτέλους σε αυτό και αφήσουμε κατά μέρος τους «λαϊκισμούς» διάφορων αναλυτών, τότε οφείλουμε να πούμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, προτού πάρουμε θέση και αποφανθούμε για τις πιθανότητες του ενός ή του άλλου σεναρίου. Έτσι, από την πλευρά των ισχυρών της Ευρώπης και κυρίως της Γερμανίας, τα ουσιαστικά ερωτήματα που τίθενται (έστω κι αν δεν λέγονται πάντοτε ανοιχτά) είναι δύο.
Πρώτον, εάν η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη -στη σημερινή τους μορφή ή με ορισμένες σοβαρές αλλαγές- αποτελούν εκείνα τα πολιτικά και οικονομικά οικοδομήματα που ανταποκρίνονται στα συμφέροντα της χώρας, η οποία είναι σήμερα η αναμφισβήτητη ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη.
Εφόσον δε η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, τίθεται αυτομάτως το δεύτερο: Έχουν θέση σε μια Ε.Ε. και μια Ευρωζώνη, όπως τις φαντάζονται οι Γερμανοί, χώρες όπως η Ελλάδα και η Βρετανία -με τη μεν να είναι αδύναμη, χρεοκοπημένη και υπό καθεστώς διαρκούς επιτήρησης και τη δε μια ενοχλητικά ισχυρή, η οποία θα επιμένει να ακολουθεί πάντα τον δικό της δρόμο και να γράφει στα παλιά της τα υποδήματα το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες;
Μην έχετε καμία αμφιβολία ότι οι Γερμανοί θα λάβουν τις αποφάσεις τους, είτε τώρα είτε αργότερα, με βάση τις απαντήσεις που θα δώσουν σε αυτά ακριβώς τα ερωτήματα. Το ίδιο θα κάνουν και οι Βρετανοί. Το θέμα είναι τι θα κάνει η Ελλάδα, τόσο η οικονομική και πολιτική της ελίτ όσο και η κοινωνική πλειοψηφία. Θα κοιτάξουν το πρόβλημα κατάματα ή θα υπεκφεύγουν διαρκώς, αναπαράγοντας τον προαιώνιο ραγιαδισμό τους;
Πέμπτη 21 Μαΐου 2015
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου