Στην εξάρθρωση μεγάλου κυκλώματος έκδοσης πλαστών εγγυητικών επιστολών, ύψους πολλών εκατ. ευρώ, οδηγήθηκαν οι αρχές μετά από καταγγελία του υφυπουργού Ανάπτυξης, Νότη Μηταράκη.
Οι πρώτες πληροφορίες αναφέρουν ότι η σχετική δικογραφία είναι 40.000 σελίδων, ενώ σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται οι έρευνες προκειμένου να διακριβωθεί το εύρος της παράνομης δραστηριότητας των εταιρειών που εμπλέκονται στο κύκλωμα.
Η αποκάλυψη έγινε όταν οι υπηρεσίες του υπουργείου διαπίστωσαν ότι στο πλαίσιο της υποβολής προτάσεων ένταξης επιχειρηματικών σχεδίων στον αναπτυξιακό νόμο εκδίδονταν πλαστές εγγυητικές επιστολές, καταρχήν για λογαριασμό γραφείων του εξωτερικού και εν συνεχεία για λογαριασμό μεγάλων τραπεζών κυρίως από την Αγγλία.
Οι εγγυητικές επιστολές - «μαϊμού» αφορούσαν συνολικές επενδύσεις περίπου 70 εκατ. ευρώ και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι είναι ύψους 18 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η ακριβής εικόνα είναι συγκεχυμένη καθώς ένα από τα γραφεία που φέρονται ότι εμπλέκονται στην υπόθεση έχει εκδώσει εγγυητικές ύψους 30 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον κ. Μηταράκη, οι υπηρεσίες του υπουργείου συνέβαλαν στην εξάρθρωση του κυκλώματος, στο οποίο δεν συμμετείχε κανείς υπάλληλος του υπουργείου.
Η πρώτη καταγγελία, από τον υφυπουργό, είχε γίνει στον οικονομικό εισαγγελέα τον Δεκέμβριο και προστίθενται στοιχεία σε αυτήν μέχρι και πρόσφατα.
Τόνισε ακόμη ότι θα πραγματοποιηθεί έλεγχος όλων των εγγυητικών επιστολών από το υπουργείο Ανάπτυξης με αφορμή τον εντοπισμό του κυκλώματος ενώ μέχρι τώρα διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει περίπτωση που να έχει εισπράξει λεφτά επενδυτής που να εμπλέκεται στην υπόθεση για έργα από τον αναπτυξιακό νόμο.
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, Ταξίαρχος Απόστολος Αλαμάνας, δήλωσε ότι οι τρεις από τις έξι εταιρείες, που εμπλέκονται στην υπόθεση, με το πρόσχημα παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης, τα τελευταία τρία έτη περίπου (από το 2011) λειτουργούσαν στην κυριολεξία ως «βιομηχανία» κατάρτισης και διοχέτευσης στην αγορά πλαστών ή/και μη εγκεκριμένων εγγυητικών επιστολών, που φέρεται να έχουν εκδοθεί από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της αλλοδαπής.
«Λέγοντας μη εγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές εννοούμε αυτές που είχαν εκδοθεί από αλλοδαπά τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία όμως δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Τράπεζας της Ελλάδος. Στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνονται, κατά χώρα προέλευσης, τα πιστωτικά ιδρύματα, εκείνα που έχουν γνωστοποιήσει ενδιαφέρον για παροχή υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα και τα οποία νομιμοποιούνται με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο να παρέχουν υπηρεσίες πίστωσης (μεταξύ άλλων και έκδοσης εγγυητικών επιστολών).Οι εμπλεκόμενες εταιρείες προμήθευαν έτσι με τις εγγυητικές αυτές επιστολές διάφορες άλλες εταιρείες ή/και μεμονωμένους επενδυτές, λαμβάνοντας ως αμοιβή μεγάλα χρηματικά ποσά», ανέφερε ο ταξίαρχος.
Περιγράφοντας, στη συνέχεια, το πως λειτουργούσαν οι εμπνευστές της απάτης, ανέφερε ότι « οι εταιρείες - επενδυτές κατέθεταν τις εγγυητικές αυτές επιστολές, είτε στο υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, για ποσά άνω των 2.000.000 ευρώ, είτε σε άλλους Φορείς του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, όπως Περιφερειακές Ενότητες της επαρχίας, Πανεπιστήμια, Νοσοκομεία κ.λπ., πετυχαίνοντας την εκταμίευση μεγάλων χρηματικών ποσών για την υλοποίηση σχετικών αναπτυξιακών προγραμμάτων.Αποτέλεσμα της δράσης αυτών των εταιρειών ήταν να ζημιώνεται το Ελληνικό Δημόσιο με ποσά πολλών εκατομμυρίων ευρώ».
Από την εξέλιξη της έρευνας προέκυψε ότι μια από τις τρεις εταιρίες, πήρε αμοιβές για την κατάρτιση και προμήθεια των επίμαχων εγγυητικών επιστολών, που ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των 1.528.102,74 ευρώ, ενώ η συνολική αξία των εγγυητικών επιστολών που εξέδωσε υπερβαίνει το ποσό των 30.000.000 ευρώ.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της οικονομικής ζημιάς που υπέστη το Ελληνικό Δημόσιο αποτελεί περίπτωση στην επαρχία όπου η ίδια εταιρεία, χορήγησε σε άλλη εταιρεία άκυρη εγγυητική επιστολή ύψους 185.000€ από πολύ γνωστό Βρετανικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, την οποία ακολούθως κατέθεσε στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, πετυχαίνοντας την εκταμίευση του ποσού των 185.000 ευρώ.
Όσον αφορά στη δράση των υπολοίπων τριών εταιρειών διαπιστώθηκε ότι κατήρτισαν και κατέθεσαν απευθείας στο υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας πλαστές εγγυητικές επιστολές, με σκοπό την εκταμίευση χρηματικών ποσών από διάφορα αναπτυξιακά προγράμματα και συγκεκριμένα:
Η πρώτη εταιρεία αιτήθηκε την χορήγηση προκαταβολής από το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Για το λόγο αυτό κατέθεσε ως δικαιολογητικό πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 4.730.000 ευρώ, που φερόταν να έχει εκδοθεί από το αλλοδαπό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Η δεύτερη εταιρεία αιτήθηκε την χορήγηση προκαταβολής από το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης ύψους 4.350.000 ευρώ από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Στον σχετικό φάκελο, ως δικαιολογητικό, συνυποβλήθηκε πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 4.345.000 ευρώ, η οποία και πάλι φερόταν ότι έχει εκδοθεί από αλλοδαπό τραπεζικό ίδρυμα.
Η τρίτη εταιρεία αιτήθηκε την χορήγηση προκαταβολής από το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης ύψους 9.240.000€ από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Στον σχετικό φάκελο, ως δικαιολογητικό, συνυποβλήθηκε πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 9.240.000€, η οποία και στην περίπτωση αυτή φερόταν να έχει εκδοθεί από αλλοδαπό τραπεζικό ίδρυμα.
Μέχρι σήμερα έχει προκύψει, για το σύνολο των εμπλεκομένων εταιρειών, ότι μόνο προς το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας κατέθεσαν πλαστές ή μη εγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές ύψους 18.240.000 €. Με τη διαδικασία αυτή θα εκταμιεύονταν άμεσα υπερπολλαπλάσια χρηματικά ποσά για αναπτυξιακά προγράμματα, από τον κρατικό προϋπολογισμό ή σε κάποιες περιπτώσεις από κοινοτικές επιδοτήσεις.
Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου