To «ζήτημα των τραπεζών» έρχεται και επανέρχεται ως κεντρικό πρόβλημα του νεοελληνικού κράτους από τη σύστασή του ακόμη.
Με διάφορες παραλλαγές, αναλόγως των εποχών και της συγκυρίας. Αναζητώντας κάποιες αναλογίες ή διαφορές, με τη σημερινή κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, «μονόδρομος» είναι η προσφυγή στην κρίση του 1929- 1932. Αυτή η επιστροφή δεν ικανοποιεί μόνο μια ιστορική περιέργεια. Έχουν ευρύτερο ενδιαφέρον οι απόπειρες για απαντήσεις στο ερώτημα: Τι έγινε με τις ελληνικές τράπεζες κατά τη Μεγάλη Ύφεση και τη χρεοκοπία της Ελλάδας;
Πριν από το «κραχ» παρατηρείται «οργασμός δημιουργίας νέων πιστωτικών ιδρυμάτων». Κινητήρια δύναμη είναι «η κερδοσκοπία επί του συναλλάγματος», που εξαιτίας του καλπάζοντος πληθωρισμού έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις. Μέχρι το 1927-28, όταν αρχίζει η προσπάθεια για νομισματική σταθερότητα και ιδρύεται η Τράπεζα της Ελλάδος, το άναρχο τραπεζικό σύστημα της χώρας αριθμεί συνολικά 45 τράπεζες:
Στην κορυφή του καταλόγου η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Παρά το μεικτό χαρακτήρα (εκδοτική, εμπορική, αλλά κι άλλων ειδικών σκοπών) ήταν η «τράπεζα των τραπεζών».
Λειτουργούσαν 37 εμπορικές ή γενικές τράπεζες, 5 ξένες και 12 τοπικές. Υπήρχαν ακόμη 3 «κτηματικής πίστεως», με σημαντικότερη την Εθνική Κτηματική (μόλις είχε ιδρυθεί από την ΕΤΕ).
Οι κρατικοί πιστωτικοί οργανισμοί Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ακόμη 2 μικρές τράπεζες «αγροτικής πίστεως, με περιορισμένη δραστηριότητα.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, από το σύνολο των τραπεζών, μαζί με την ΕΤΕ, μόνον άλλες τέσσερις χαρακτηρίζονταν ως μεγάλες, με κριτήριο το ενεργητικό και το δίκτυο των υποκαταστημάτων τους (Αθηνών, Εμπορική, Ανατολής και Ιονική).
Ανύπαρκτος έλεγχος
Το τραπεζικό σύστημα τις παραμονές της κρίσης «στηριζόταν αποκλειστικά σχεδόν στην ιδιωτική πρωτοβουλία και ο κρατικός έλεγχος ήταν στην ουσία ανύπαρκτος. Οι τράπεζες ήταν καθαρά ιδιωτικές επιχειρήσεις. Μόνο στην ΕΤΕ ασκούσε το κράτος ένα είδος έμμεσου ελέγχου, μάλλον χαλαρού. Δεν υπήρχε ειδικό νομοθετικό πλαίσιο που να διέπει τις τραπεζικές εργασίες, παρ' όλο που είχε αρχίσει κάποια προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή... Η τραπεζική δραστηριότητα υπαγόταν στις ρυθμίσεις της γενικής νομοθεσίας, μέχρις ότου το 1931 άρχισε να διαμορφώνεται με σειρά νομοθετημάτων ειδικό καθεστώς... Οι βασικές αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος, όπως είχε διαμορφωθεί έως το 1927 ήταν συνοπτικά ότι:
Δεν υπήρχε ένα αυτοτελές τραπεζικό όργανο, που να ασκεί την εκδοτική λειτουργία και την πιστωτική πολιτική.
Ελειπε το αναγκαίο νομοθετικό πλαίσιο για τη ρύθμιση και τον έλεγχο της λειτουργίας των τραπεζών.
Ελειπε η εξειδίκευση των τραπεζικών εργασιών.
Ηταν υπερτροφικός ο ρόλος της ΕΤΕ («οι εκτιμήσεις ανήκουν στους συγγραφείς της έκδοσης για τα «Πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος»).
Στο τέλος της περιόδου της κρίσης, που τυπικά ορίζεται το 1929 - 1932, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αριθμούσε 32 πιστωτικούς οργανισμούς:
Την εκδοτική Τράπεζα της Ελλάδος («τράπεζα των τραπεζών»).
Λειτουργούσαν 25 εμπορικές - γενικές τράπεζες. Απ' αυτές μεγάλες χαρακτηρίζονταν οι ΕΤΕ, Αθηνών, Εμπορική και Λαϊκή.
Δραστηριοποιούνταν 5 ξένες. Όσες και την προηγούμενη περίοδο, αλλά με μια ηχηρή απουσία (Αγγλο-αμερικανική Τράπεζα).
Ακόμη μία κτηματικής πίστεως και 3 αγροτικές.
Οι δύο δημόσιοι φορείς (Τ.Τ. και ΤΠΔ).
Σε πρώτη ανάγνωση, λοιπόν, η κρίση φαίνεται να εξαφάνισε 11 τραπεζικά ιδρύματα. Ο αριθμός, όμως, είναι αρκετά μεγαλύτερος, αφού στο μεταξύ είχαν ιδρυθεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και νέες τράπεζες.
Όπως αναλύει ο Κ. Κωστής («Ιστορία της Εθνικής Τραπέζης 1914-1940») στη διάρκεια της περιόδου 1929-1932 «κλείνουν τις πόρτες τους δεκαεπτά εν συνόλω τράπεζες.. Όσες είχαν αξιόλογη παρουσία και δέχτηκαν πιέσεις υποστηρίχτηκαν από την ΕΤΕ, στις περιπτώσεις δε εκείνες που ήταν αδύνατη η σωτηρία τους η Εθνική αναλάμβανε και τη διαδικασία εκκαθάρισής τους...».
Πώς ακριβώς εκτυλίχτηκαν οι «εξαφανίσεις» και πραγματοποιήθηκε η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση, είναι θέμα του άλλου Σαββάτου.
Καταθέσεις
Καπνός ήταν και διαλύθηκαν
Η σκηνή, που περιγράφεται παρακάτω δεν είναι μοναδική τη χρονική περίοδο 1929-1932. Είναι, όμως, η πρώτη στο είδος της. «Πλήθος μικροκαταθετών πολιόρκησε τα γραφεία της πτωχευσάσης Αγγλο-αμερικανικής Τραπέζης. Οι ατυχείς καταθέται εζήτουν να μάθουν αν θα πάρουν τίποτε από τας καταθέσεις των. -Αι διαμαρτυρίαι των παρ΄ ολίγον να καταλήξουν εις βιαίας σκηνάς, εάν εγκαίρως δεν επενέβαινον τ΄ αστυνομικά όργανα...».
«... Οι συγκεντρωθέντες -περί τους 300- μετέβησαν (μετά το κτίριο της τράπεζας) εις το ξενοδοχείον «Ματζέστικ» (ανήκε στην Αγγλο-αμερικανική), όπου κατοικεί ο πρόεδρος της τραπέζης κ. Βεντούρης - Δύμανις αστυφυλάκων κατόρθωσε να διαλύση τους συγκεντρωθέντας...».
Η Αγγλο-αμερικανική εμφανίστηκε στο σύνολο του Τύπου αρχικώς ως «εξαίρεση». Την πτώχευση χρεώθηκαν ο πρόεδρος, ο διοικητής και τα στελέχη της. Αλλά δεν αποτελούσαν τη μοναδική περίπτωση, όπως θ΄ αποδειχθεί πολύ γρήγορα. Πολλές άλλες τράπεζες λειτουργούσαν όπως αυτή: «Οι καταθέται τραπεζών, λαθροβίων που πτωχεύουν, είναι πραγματικώς αξιολύπητοι άνθρωποι. Τους βλέπει κανείς συγκεντρωμένους έξω από κλειστές πόρτες, τις οποίες φυλάνε σκοποί αστυφύλακες, να φωνάζουν, να καταρώνται την μοίραν των και τους υπαιτίους της συμφοράς των, να διαμαρτύρονται και να απειλούν, με την απόγνωσιν ζωγραφισμένη εις το πρόσωπον... Πολλοί ολίγοι από αυτούς ασφαλώς θα μπορούν και κοιμούνται την νύκτα...» «... Εργάζεται κανείς ολόκληρα χρόνια, ιδρώνει, κοπιάζει, σκοτώνεται στη δουλειά για να μαζέψει μερικές οικονομίες τις οποίες καταθέτει σε μίαν τράπεζαν, για να πληροφορηθή μίαν ωραίαν πρωίαν ότι τα χρήματά του καπνός ήν και διελύθησαν. Υπάρχουν πολλοί εύπιστοι, οι οποίοι προσελκύονται από τους υπερβολικούς τόκους, τους οποίους δίδουν ως δόλωμα...».
(Τα αποσπάσματα ειναι από ρεπορτάζ των εφημερίδων εκεινης της εποχής)
Τον χορό άνοιξε η «Αγγλο-αμερικανική Ελλάδος»
Η αντίστροφη διαδικασία στον τραπεζικό «οργασμό» της περιόδου 1918-1928 άρχισε με την παγκόσμια οικονομική κρίση. Το πρώτο ηχηρό «μπαμ» στο πιστωτικό σύστημα το 1929 ακούστηκε από την Αγγλο-αμερικανική Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτή είχε ιδρυθεί το 1923 στην Αθήνα, με ελληνικά κερδοσκοπικά επιχειρηματικά κεφάλαια. Ο βαρύγδουπος τίτλος, όπως θ' αποδειχθεί εκ των υστέρων, συνιστούσε κλασική περίπτωση «απάτης».
Ακόμη και το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο έπεσε «θύμα» του! Στο διάστημα της λειτουργίας της είχε αναδειχθεί σε επιχείρηση μεσαίου μεγέθους, με παρουσία εκτός Αθηνών ... ιδιαίτερα σε ορισμένα νησιά. Η αδυναμία ν' ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, λόγω έλλειψης ρευστού (είχε μεταπηδήσει στις τσέπες των βασικών μετόχων και συγγενών τους, μέσω θαλασσοδανείων) έφερε στην επιφάνεια εκκωφαντικές παρανομίες στην άσκηση των τραπεζικών εργασιών.
Στα μέσα της χρονιάς επιχειρήθηκε να διασωθεί, με δάνειο από την ΕΤΕ, όπως έγινε και με άλλες τράπεζες. Με παρέμβαση, μάλιστα, του πρωθυπουργού Ευάγγ. Βενιζέλου (ο πρόεδρος της Αγγλο-ελληνικής Μπαλαφούνης ήταν στέλεχος των Φιλελευθέρων, όπως έγραφαν τότε οι εφημερίδες). Οι «ανομίες», όπως προκύπτει από το δικαστικό πόρισμα, που θα δουν το φως της δημισιότητας ένα χρόνο αργότερα, κινούνταν στα όρια της «ληστείας». Τελικά, από τα 32 εκατομμύρια των καταθέσεων, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, θα μοιραστεί στους καταθέτες της το... μυθικό ποσό των 700.000 δραχμών!
Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου