Θα πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες μέσα από τη πιστή εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος για να μην πάνε χαμένες οι θυσίες τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιώργος Προβόπουλος στη 80η Ετήσια Γενική Συνέλευση των μετόχων της Τράπεζας .
Όπως είπε ο κίνδυνος της κατάρρευσης αποφεύχθηκε, το ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ απομακρύνθηκε και η εμπιστοσύνη αποκαθίσταται σταδιακά.
«Αυτές οι ενθαρρυντικές εξελίξεις δεν αφήνουν όμως περιθώρια για εφησυχασμό', πρόσθεσε και επέμεινε στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Σημείωσε μάλιστα ότι αν είχαν εφαρμοστεί νωρίτερα δεν θα ήταν τόσο βαθιά η ύφεση της οικονομίας . Προέβλεψε ότι το 2014 θα είναι έτος ανάκαμψης και ζήτησε διεύρυνση της φορολογικής βάσης προκειμένου να δημιουργούν οι προϋποθέσεις για μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των ήδη φορολογουμένων.
Πιο αναλυτικά ο κ. Προβόπουλος τόνισε τα ακόλουθα:
Στους δέκα περίπου μήνες που πέρασαν από την περυσινή Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις, οι οποίες διαμορφώνουν σήμερα μια νέα, σαφώς βελτιωμένη κατάσταση για την οικονομία.
Πριν από ένα χρόνο, πολλοί αναλυτές προεξοφλούσαν, σχεδόν ως αναπόφευκτη, τη χρεοκοπία και την έξοδο της χώρας από τη ζώνη του ευρώ. Σήμερα το ενδεχόμενο αυτό έχει πλέον απομακρυνθεί και η οικονομία μπορεί να προσβλέπει σε βαθμιαία έξοδο από την κρίση.
Η μεταστροφή του κλίματος οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες που βοήθησαν την ελληνική οικονομία να αποφύγει τον τεράστιο κίνδυνο και να επανέλθει σε τροχιά εξισορρόπησης και σταθεροποίησης.
Πρώτος παράγοντας ήταν η θετική απάντηση του ελληνικού λαού όσον αφορά το ιστορικό διακύβευμα της παραμονής στο ευρώ. Η κυβέρνηση συνεργασίας εξέφρασε ρητά τη βούλησή της να διαφυλάξει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Η βασική αυτή επιλογή και η κάλυψη των μεγάλων καθυστερήσεων της προεκλογικής περιόδου κατέστησαν δυνατές τις αποφάσεις του Eurogroup για τη συνέχιση της χρηματοδοτικής στήριξης. Οι εξελίξεις αυτές επηρέασαν ευνοϊκά το οικονομικό κλίμα.
Στο εσωτερικό, οι απαισιόδοξες προσδοκίες έχουν αμβλυνθεί αισθητά και η εμπιστοσύνη σταδιακά βελτιώνεται. Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος το δίμηνο Δεκεμβρίου 2012-Ιανουαρίου 2013 κινήθηκε σε επίπεδα που είναι τα υψηλότερα της τελευταίας διετίας. Βελτίωση της εμπιστοσύνης δείχνει και η μείωση της χρηματοδότησης των εγχώριων τραπεζών από το Ευρωσύστημα. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αντιστροφή της πτωτικής τάσης των καταθέσεων, που έχουν αυξηθεί κατά 15 δισεκ. ευρώ μετά τις εκλογές του Ιουνίου, αλλά αντανακλά εν μέρει και την ανάκτηση πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές χρήματος.
Στο εξωτερικό, το κλίμα για την Ελλάδα επίσης μεταστρέφεται. Οι αρνητικές αναφορές στην ελληνική οικονομία έχουν περιοριστεί. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εκφράζουν με κατηγορηματικό τρόπο τη βούλησή τους να στηρίξουν την Ελλάδα. Η αλλαγή του κλίματος αντανακλάται στη ραγδαία μείωση της διαφοράς αποδόσεων μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού δεκαετούς κρατικού ομολόγου.
Ο δεύτερος παράγοντας που συνέβαλε στη βελτίωση του κλίματος είναι η πρόοδος στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, ιδίως στην αντιμετώπιση των δίδυμων ελλειμμάτων, του δημοσιονομικού και του εξωτερικού. Η πρόοδος αυτή σηματοδοτεί μια τάση εξισορρόπησης και αναδιάρθρωσης της οικονομίας.
Στο δημοσιονομικό τομέα, η συρρίκνωση των ελλειμμάτων ήταν εντυπωσιακή. Από το 2009 μέχρι το 2012 τόσο το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης όσο και το αντίστοιχο πρωτογενές ως ποσοστά του ΑΕΠ μειώθηκαν κατά 9 μονάδες. Η υποχώρηση του διαρθρωτικού ελλείμματος ήταν ακόμη πιο μεγάλη: 15 εκατοστιαίες μονάδες.
Στον εξωτερικό τομέα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που το 2008 είχε προσεγγίσει το 15% του ΑΕΠ, το 2012 περιορίστηκε στο 2,9%. Και το σπουδαιότερο, στο διάστημα 2010-2012 η Ελλάδα ανέκτησε περισσότερο από το 75% της ανταγωνιστικότητας κόστους που είχε απολέσει την περίοδο 2001-2009.
Τρίτος κρίσιμος παράγοντας ήταν η διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα. Σήμερα δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για προοπτική ανάκαμψης, εάν είχε καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα και είχε εκ των πραγμάτων καταστεί αναπόφευκτη η έξοδος της χώρας από το ευρώ. Αυτό απετράπη. Σε μια περίοδο πρωτοφανούς αβεβαιότητας ουδείς καταθέτης υπέστη ζημία. Όχι μόνο προστατεύθηκε απολύτως η συστημική ευστάθεια, αλλά και τέθηκαν οι βάσεις για την οικοδόμηση ενός ισχυρού τραπεζικού συστήματος.
Τέταρτος παράγοντας που συμβάλλει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης είναι η συνέχιση της χρηματοδοτικής στήριξης που παρέχουν οι επίσημοι δανειστές. Αυτό δίνει στη χώρα περιθώριο χρόνου για να προχωρήσει ακώλυτα η αναδιάρθρωση της οικονομίας. Η στήριξη αυτή, που γίνεται με ευνοϊκούς όρους, είναι χωρίς προηγούμενο για τα διεθνή δεδομένα.
Ένας πέμπτος παράγοντας που επίσης ενισχύει την εμπιστοσύνη είναι τα βήματα προόδου που πραγματοποιούνται στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ στο πεδίο της συμπλήρωσης του θεσμικού οικοδομήματος. Η κινητικότητα και οι αποφάσεις προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλαν θετικά στη διαμόρφωση του διεθνούς κλίματος, γεγονός που επηρέασε ευνοϊκά και το εγχώριο κλίμα. Η υιοθέτηση π.χ. της πρότασης για την τραπεζική ένωση θα οδηγήσει σε μια βαθύτερη οικονομική και νομισματική ένωση. Ιδιαίτερη σημασία είχε επίσης η θεσμοθέτηση των «Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών» από το Ευρωσύστημα το Σεπτέμβριο του 2012, η οποία αφ' εαυτής διαμόρφωσε πιο ομαλές συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η οικονομία σε ύφεση και το 2013 με διόγκωση της ανεργίας
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται ακόμη σε βαθιά κρίση και οι κίνδυνοι εκτροχιασμού δεν έχουν εξαλειφθεί.
Το 2012 το ΑΕΠ υποχώρησε για πέμπτο κατά σειρά έτος, με αποτέλεσμα η σωρευτική μείωση στην πενταετία 2008-2012 να ανέλθει στο 20,1%. Το ποσοστό αυτό θα επιβαρυνθεί περαιτέρω το 2013, καθώς θα συνεχιστεί η ύφεση, αν και με ηπιότερο ρυθμό, όπως προβλέπεται.
Η ύφεση προκάλεσε αισθητή πτώση της απασχόλησης και ώθησε το ποσοστό ανεργίας σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, 24,5% περίπου κατά μέσο όρο το 2012, ενώ προβλέπεται περαιτέρω άνοδος το 2013.
Η πρωτοφανής σε διάρκεια και ένταση κρίση έχει πολλαπλές επιπτώσεις:
· Μειώνει το κατά κεφαλήν εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο.
· Απαξιώνει το ανθρώπινο και το υλικό κεφάλαιο.
· Συρρικνώνει την αποταμίευση, άρα και την καταθετική βάση των τραπεζών, περιορίζοντας τη ρευστότητα.
· Συντηρεί την αβεβαιότητα και αποθαρρύνει επενδυτικές πρωτοβουλίες.
· Δυσχεραίνει τη δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς η πτώση των εισοδημάτων συγκρατεί τα δημόσια έσοδα. Έτσι, τροφοδοτεί το φαύλο κύκλο ελλειμμάτων-ύφεσης που οδηγεί σε αναθεωρήσεις των δημοσιονομικών στόχων, οι οποίες υποσκάπτουν την αξιοπιστία του προγράμματος.
Η μεγαλύτερη από την αρχικά προβλεπόμενη ύφεση επιτάσσει ταχύτερο βηματισμό στην προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών
Η ύφεση των τελευταίων ετών ήταν πράγματι βαθύτερη από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί. Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο που εφαρμόστηκε το πρόγραμμα προσαρμογής: στη διστακτικότητα, τα λάθη και τις παραλείψεις και κυρίως στην υστέρηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η υστέρηση αυτή δεν επέτρεψε να αντισταθμιστούν επαρκώς οι συσταλτικές επιδράσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής και να ανακτηθεί ταχύτερα η εμπιστοσύνη. Στα ίδια αίτια οφείλονται και οι δυσμενείς συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας. Εάν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είχαν εφαρμοστεί με συνέπεια από την αρχή του προγράμματος, σήμερα θα είχαν ήδη γίνει αισθητές οι ευνοϊκές επιδράσεις τους στην οικονομική δραστηριότητα. Είναι πολύ θετικό που το βάθος της ύφεσης και οι επιπτώσεις της αναγνωρίστηκαν έμπρακτα με σειρά αναθεωρήσεων, που αφορούσαν τη διάρκεια του προγράμματος, το κόστος δανεισμού, την περίοδο αποπληρωμής, το ύψος της χρηματοδοτικής στήριξης και την περικοπή του δημόσιου χρέους.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η ύφεση δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για τη μη εφαρμογή των συμφωνηθέντων και ιδίως για χαλάρωση της προσπάθειας στην προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Εάν συμβεί αυτό, η εμπιστοσύνη που κερδήθηκε με επώδυνες θυσίες θα κλονιστεί καίρια.
Δύσκολη χρονιά το 2013 – Ορατή όμως η ανάκαμψη το 2014
Είναι φανερό ότι η παρατεινόμενη ύφεση, όσο δεν διαφαίνεται καθαρά η προοπτική εξόδου, δημιουργεί ένα δυσοίωνο κλίμα και εντείνει τις κοινωνικές αντιδράσεις. Σήμερα όμως βρισκόμαστε σ' ένα σημείο καμπής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το 2013 θα είναι μια δύσκολη χρονιά, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης ύφεσης και της υψηλής ανεργίας. Ωστόσο, μπορούμε να προσδοκούμε ότι η ύφεση θα περιορίζεται σταδιακά και ότι στη διάρκεια του 2014 θα αρχίσουν να καταγράφονται θετικοί ρυθμοί μεταβολής του ΑΕΠ. Ευνοϊκές επιδράσεις αναμένεται να έχουν:
· Η τόνωση της ρευστότητας και της εμπιστοσύνης που αναμένονται ως αποτέλεσμα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και της επιστροφής καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα.
· Η περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, η οποία το 2013 θα έχει υπερκαλύψει το σύνολο των απωλειών της περιόδου 2001-2009, και η συνακόλουθη άνοδος των εξαγωγών.
· Η επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, οι οποίες θα οδηγήσουν τελικά σε επενδύσεις πολλαπλάσιες από τις αρχικές.
· Η πρόοδος στην απελευθέρωση των αγορών.
· Η επανεκκίνηση σημαντικών έργων υποδομών, όπως οι αυτοκινητόδρομοι.
· Η υλοποίηση ιδιωτικών επενδυτικών σχεδίων με στήριξη από πόρους του ΕΣΠΑ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
· Η προγραμματισμένη αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.
Για να διασφαλιστεί όμως ότι όντως θα λειτουργήσουν θετικά οι παράγοντες αυτοί, πρέπει να διαφυλαχθεί η πρόσφατη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης. Η προβολή ακραίων ή άκαιρων διεκδικήσεων από κοινωνικές ομάδες δεν συμβάλλει προς την κατεύθυνση αυτή. Η κοινωνία στο σύνολό της θα έχει μόνιμο κέρδος από την ανόρθωση της οικονομίας. Είναι επίσης αυτονόητο ότι οι – έστω μεμονωμένες -- έκνομες ενέργειες που στρέφονται κατά της δραστηριότητας επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα βλαπτικές για το επενδυτικό κλίμα και υπονομεύουν τις προοπτικές ανάκαμψης της απασχόλησης.
Η συνέχιση της εφαρμογής του προγράμματος προϋπόθεση της ανάκαμψης
Στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, οι οιωνοί είναι καλοί. Και μπορεί βάσιμα να προβλεφθεί ότι σχετικά σύντομα θα έλθει η ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας, εφόσον όμως συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η συνέχιση της εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής με απόλυτη συνέπεια στους στόχους και τα χρονοδιαγράμματα που έχουν τεθεί. Αυτό θα εξασφαλίσει τη συνέχιση της χρηματοδότησης, θα εξαλείψει οριστικά τον κίνδυνο εξόδου από το ευρώ, θα εμπεδώσει την εμπιστοσύνη στο μέλλον της οικονομίας, θα προσελκύσει νέες επενδύσεις και θα μεταδώσει ένα σαφές μήνυμα: ότι τα χειρότερα έχουν περάσει και η έξοδος από την κρίση είναι ορατή.
Εφαρμογή ενός νέου εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου
Η ανασύνταξη του παραγωγικού δυναμικού πάνω σε νέες βάσεις, σύμφωνα με ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, πρέπει να έχει κύριο χαρακτηριστικό την ενδυνάμωση της εξωστρέφειας της οικονομίας. Αυτό προϋποθέτει μετατόπιση πόρων προς την παραγωγή ανταγωνιστικών, διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Για να πετύχουμε όμως στην προσπάθεια μετασχηματισμού της οικονομίας, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το πρόγραμμα προσαρμογής περιλαμβάνει τις ελάχιστες απαιτούμενες αλλαγές που εντάσσονται σ' αυτή την κατεύθυνση. Σε καμία περίπτωση όμως δεν υποκαθιστά τη δική μας μείζονα εθνική ευθύνη να εφαρμόσουμε ένα ευρύτερο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ανάπτυξη, που θα περιλαμβάνει τις πολιτικές που διευκολύνουν τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο διατηρήσιμης ανάπτυξης. Τώρα που τα δημόσια οικονομικά βρίσκονται σε τροχιά σταθεροποίησης, είναι απαραίτητο να προχωρήσουμε ταχύτερα σε ριζικές αλλαγές που θα εξασφαλίσουν:
· αποτελεσματικό κράτος, φιλικό προς τους πολίτες και την επιχειρηματικότητα
· σύγχρονες υποδομές
· ανοικτές, ανταγωνιστικές αγορές.
Αποτελεσματική αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων
Με την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η συνολική χρηματοδότηση από τα Διαρθρωτικά Ταμεία για την Ελλάδα την περίοδο 2014-2020 φθάνει τα 18,3 δισεκ. ευρώ.
Τα κεφάλαια αυτά μπορούν να συμβάλουν καίρια στην επίσπευση της ανάκαμψης και στην εφαρμογή μιας μακρόπνοης στρατηγικής για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας.
Στις παρούσες συνθήκες, οι κοινοτικοί πόροι θα μπορούσαν να καλύψουν σοβαρά κενά στη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων. Μέχρι σήμερα οι κοινοτικοί πόροι είχαν μεν θετική συνεισφορά, πλην όμως όχι τη μέγιστη δυνατή. Γι' αυτό ακριβώς, στις νέες συνθήκες οι πόροι αυτοί θα λειτουργήσουν πράγματι ως ισχυρά αναπτυξιακά εργαλεία, αν ενταχθούν δημιουργικά σε ένα ευρύτερο Εθνικό Σχέδιο για την Ανάπτυξη.
Δημιουργία προϋποθέσεων για μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των ήδη φορολογουμένων
Στην αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος θα πρέπει να τεθεί ως κεντρική επιδίωξη η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και ο περιορισμός της φοροδιαφυγής. Πράγματι η κατεύθυνση της προσαρμογής πρέπει να οδηγεί, πρώτον, στον περιορισμό των δαπανών που δεν έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα και στη βελτίωση της αποδοτικότητας των υπολοίπων και, δεύτερον, στον εκσυγχρονισμό του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η φοροδιαφυγή. Έτσι θα δημιουργηθούν περιθώρια για μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των ήδη φορολογουμένων, η οποία έχει αυξηθεί υπέρμετρα τα τελευταία χρόνια. Αυτό αφενός θα τονώσει το αίσθημα φορολογικής δικαιοσύνης και αφετέρου θα δημιουργήσει θετικές προσδοκίες που θα αντισταθμίσουν εν μέρει τις αρνητικές επιπτώσεις της μείωσης των δαπανών.
Η αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα κλειδί για την αποκατάσταση ομαλών συνθηκών ρευστότητας
Από την αρχή της κρίσης το τραπεζικό σύστημα υπέστη τις συνέπειες της υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Οι τράπεζες αποκλείστηκαν από τις διεθνείς αγορές, ενώ η αβεβαιότητα επηρέασε διαβρωτικά τις καταθέσεις, καθώς σε λιγότερο από τρία χρόνια διέρρευσε περισσότερο από το 1/3 της καταθετικής βάσης.
Οι μεγάλες αυτές πιέσεις περιόρισαν τις δυνατότητες του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτεί την οικονομία, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται δυσχέρειες στην παραγωγή, τις επενδύσεις και την εξαγωγική δραστηριότητα.
Οι πιέσεις επί της ρευστότητας των εγχώριων τραπεζών αμβλύνθηκαν σημαντικά με την προσφυγή τους στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, αλλά και στην έκτακτη χρηματοδότηση της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ευρεία στήριξη της ρευστότητας από τις πηγές αυτές συνέβαλε ώστε ο περιορισμός της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να είναι πολύ ηπιότερος από τη συρρίκνωση της καταθετικής βάσης. Έτσι η Τράπεζα της Ελλάδος συνέβαλε στον μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων της κρίσης χρέους στην οικονομική δραστηριότητα.
Η μεγάλη αβεβαιότητα το πρώτο εξάμηνο του 2012 δημιούργησε σοβαρούς κινδύνους για το τραπεζικό σύστημα
Την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου οι τραπεζικοί όμιλοι με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών εμφάνισαν ζημίες ύψους 5,1 δισεκ. ευρώ. Οι ζημίες αυτές αντανακλούν αφενός πρόσθετες απομειώσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου λόγω του PSI, αφετέρου δε επισφάλειες σε δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα. Η συσσώρευση ζημιών είχε ως συνέπεια την υποχώρηση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και την ανάγκη ανακεφαλαιοποίησής τους. Όσον αφορά τις επισφάλειες, ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων ανήλθε σε 22,5% στο τέλος Σεπτεμβρίου 2012, έναντι 16% στο τέλος Δεκεμβρίου 2011.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες ο κίνδυνος απετράπη
Οι αβεβαιότητες που επικράτησαν κατά την παρατεταμένη εκλογική περίοδο προκάλεσαν αλλεπάλληλες εξάρσεις εκροών χρηματικού. Απαιτήθηκε εφοδιασμός των τραπεζών με ποσότητες τραπεζογραμματίων πολύ πέραν του συνήθους. Οι ανάγκες των τραπεζών για τραπεζογραμμάτια αντιμετωπίστηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος πλήρως και απρόσκοπτα. Ακόμη και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις, ουδέποτε υπήρξε η παραμικρή υποψία ότι οι τράπεζες αδυνατούν να εξοφλήσουν τις καταθέσεις του κοινού. Κάτι τέτοιο θα είχε προκαλέσει κατάρρευση της εμπιστοσύνης, με δεινές συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη θέση της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Παρά τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, οι ενέργειες της Πολιτείας και της Τράπεζας της Ελλάδος εξασφάλισαν ότι το τραπεζικό σύστημα στάθηκε όρθιο και κανένας καταθέτης δεν έχασε έστω και ένα ευρώ από τις αποταμιεύσεις του. Έτσι απετράπη η κατάρρευση της εμπιστοσύνης και του τραπεζικού συστήματος και τελικά η έξοδος της χώρας από τη ζώνη του ευρώ.
Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών έχει ήδη δρομολογηθεί
Το Μάιο και το Δεκέμβριο του 2012, οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες που προσδιορίστηκαν από την αξιολόγηση της Τράπεζας της Ελλάδος ως βιώσιμες έλαβαν προκαταβολή από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για τη διατήρηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας σε επίπεδα ανώτερα των ελάχιστα απαιτούμενων. Τα επόμενα στάδια της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης περιλαμβάνουν την έκδοση υπό αίρεση μετατρέψιμων χρηματοδοτικών μέσων και την ολοκλήρωση των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου έως το τέλος Απριλίου του 2013. Οι ιδιώτες μέτοχοι θα έχουν τον έλεγχο των τραπεζών που λαμβάνουν κεφαλαιακή ενίσχυση από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εφόσον καταβάλουν ποσό τουλάχιστον ίσο με το 10% της αξίας των νεοεκδοθησομένων κοινών μετοχών. Οι λοιπές τράπεζες, όπως προβλέπεται στο Μνημόνιο, πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν με ιδιωτικά κεφάλαια έως το τέλος Απριλίου του 2013. Αν αυτό δεν συμβεί, η Τράπεζα της Ελλάδος θα προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, όπως προβλέπονται από το θεσμικό πλαίσιο εξυγίανσης, το αργότερο μέχρι τον Ιούνιο του 2013, κατά τρόπο που θα διασφαλίζει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Σημαντική η μέχρι στιγμής πρόοδος στην αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος
Το 2012, παρά τη βαθιά κρίση, τέθηκαν οι βάσεις για την "αλλαγή σελίδας" όσον αφορά τη φυσιογνωμία του τραπεζικού συστήματος και την ικανότητά του να πορευθεί με αξιώσεις στη νέα εποχή. Ήδη γίνονται τα πρώτα βήματα στην κατεύθυνση της αναδιοργάνωσης των τραπεζών, μέσω αναπροσαρμογής του επιχειρησιακού τους μοντέλου. Ο τομέας ανασυντάσσεται μέσω της συνένωσης δυνάμεων. Το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας, αλλά και οι συνθήκες υπερβάλλουσας δυναμικότητας, που έχουν διαμορφωθεί στον τραπεζικό κλάδο, απαιτούν λιγότερες και ισχυρότερες μονάδες, ώστε αυτές να είναι και σε βάθος χρόνου ανθεκτικές σε απροσδόκητες εξωγενείς διαταραχές.
Από τη διαδικασία αυτή θα ωφεληθούν τόσο οι καταθέτες όσο και οι δανειολήπτες. Οι πιο εύρωστες τράπεζες έχουν αφενός μεγαλύτερη ευχέρεια πρόσβασης στις διεθνείς αγορές και αφετέρου, λόγω υψηλότερης αποτελεσματικότητας, έχουν μικρότερο κίνητρο να προσφεύγουν σε τοποθετήσεις υψηλού κινδύνου.
Κατά την έναρξη της κρίσης βρίσκονταν σε λειτουργία 17 τράπεζες. Υπήρχαν επίσης 16 συνεταιριστικές, το μερίδιο αγοράς των οποίων αντιπροσώπευε αθροιστικά μόλις το 1% του τραπεζικού συστήματος. Η διαδικασία εξυγίανσης και αναδιάταξης του τραπεζικού συστήματος έχει σημειώσει σοβαρή πρόοδο, όπως δείχνουν τα ακόλουθα στοιχεία:
· Μέχρι σήμερα, το πλαίσιο εξυγίανσης έχει χρησιμοποιηθεί για την εξυγίανση επτά τραπεζών: τεσσάρων εμπορικών και τριών συνεταιριστικών.
· Έχει δρομολογηθεί η συγχώνευση των δύο μεγαλύτερων τραπεζών, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και της Εurobank.
· Η Alpha Bank, η τρίτη σε μέγεθος τράπεζα, έχει αποκτήσει την Εμπορική Τράπεζα, θυγατρική της Crédit Agricole.
· Η Τράπεζα Πειραιώς έχει αποκτήσει τη Γενική Τράπεζα, θυγατρική της Société Générale, καθώς και τα υγιή στοιχεία ενεργητικού και τις καταθέσεις της ΑΤΕ, ενώ βρίσκεται σε συζητήσεις για την απόκτηση της Millennium Bank.
Έτσι, σε λίγους μήνες, στο τέλος της διαδικασίας αυτής, εκτιμάται ότι θα έχουν συγκροτηθεί τρεις μεγάλοι και ισχυροί όμιλοι μαζί με μερικές άλλες μικρότερες τράπεζες. Τα μερίδια αγοράς των τραπεζών αυτών, σε συνδυασμό με την παρουσία ξένων τραπεζών, διασφαλίζουν τον ανταγωνισμό. Είναι φανερό ότι το τραπεζικό σύστημα γίνεται περισσότερο συγκεντρωμένο και αποδοτικό, καθώς δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για αξιοποίηση των συνεργειών και των οικονομιών κλίμακας. Αποκτά κεφαλαιακή επάρκεια και ισχυροποιείται. Ταυτόχρονα, διατηρεί τη σημαντική παρουσία του στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Εύρωστο τραπεζικό σύστημα ικανό να χρηματοδοτήσει την οικονομική ανάκαμψη
Η αναμόρφωση του τραπεζικού συστήματος και η κεφαλαιακή του ενίσχυση αποτελούν καίριας σημασίας τομές, που συμβάλλουν στην ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας. Ήδη η σταδιακή επιστροφή των ιδιωτικών καταθέσεων αποτελεί ένα πρώτο σημάδι θετικής αποτίμησης των σχετικών εξελίξεων. Η συνέχιση της επιστροφής των καταθέσεων και η επιτυχής ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης θα βοηθήσουν τις εγχώριες τράπεζες να επανακάμψουν βαθμιαία στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Ήδη υπάρχουν οι πρώτες θετικές ενδείξεις ότι οι διεθνείς αγορές χρήματος ανοίγουν στις ελληνικές τράπεζες. Γενικότερα, η αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας και η ενδυνάμωση της ρευστότητας των τραπεζών δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ενίσχυση της χρηματοδότησης της παραγωγής, των επενδύσεων και των εξαγωγών. Το τραπεζικό σύστημα, αφού πέρασε μέσα από Συμπληγάδες, αναδεικνύεται ανθεκτικότερο, ισχυρότερο και ικανό να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη της οικονομίας.
Προκλήσεις και ευκαιρίες
Η οικονομική κρίση δεν έφερε μόνο οξύτατα προβλήματα, αλλά και σημαντικές ευκαιρίες. Οι δύο σημαντικότερες, που συνιστούν και προκλήσεις, είναι:
Πρώτον, η αλλαγή της παραγωγικής διάρθρωσης της οικονομίας και ο αναπροσανατολισμός της προς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας και παραγωγικότητας, που θα μπορούν να προσφέρουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, ανταγωνιστικά τόσο στην εγχώρια όσο και στην εξωτερική αγορά.
Δεύτερον, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και η εκλογίκευση των ορίων και της διαχείρισης του δημόσιου τομέα, ο οποίος πρέπει να λειτουργεί φιλικά προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Η αποτελεσματική ανταπόκριση σ' αυτές τις κρίσιμες προκλήσεις απαιτεί την οικοδόμηση και ενδυνάμωση της κοινωνικής συναίνεσης όσον αφορά την εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών, προκειμένου να επισπευστεί η ανάκαμψη και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Συγκρίνοντας τη σημερινή κατάσταση με τις συνθήκες που επικρατούσαν πριν από λίγους μόνο μήνες, είναι φανερό ότι πολλά έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Το σημαντικότερο είναι ότι έχει απομακρυνθεί το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας και της εξόδου από το ευρώ. Αποδυναμώνεται έτσι ο κύριος παράγων που δημιουργούσε τεράστια αβεβαιότητα στις αγορές και λειτουργούσε παραλυτικά για την ελληνική οικονομία. Τώρα μπορούμε να προβλέψουμε, με σχετική βεβαιότητα, ότι τα βήματα προόδου οδηγούν τη χώρα προς την έξοδο από την κρίση και προς την ανάπτυξη. Όσο παγιώνεται αυτή η εκτίμηση, τόσο θα βελτιώνεται το κλίμα στην Ελλάδα και θα διαμορφώνει συνθήκες ενάρετου κύκλου. Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει να συνεχιστεί η εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής χωρίς αποκλίσεις και καθυστερήσεις. Η προσήλωση στους στόχους και, όπου είναι δυνατόν, η υπέρβασή τους θα εξαλείψουν όσες αβεβαιότητες παραμένουν και θα ενδυναμώσουν τις θετικές προοπτικές, με πολύ ευνοϊκά αποτελέσματα στην κοινωνική συνοχή και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Διανύσαμε το μεγαλύτερο μέρος μιας μακράς, δύσβατης και επίπονης διαδρομής με υψηλό τίμημα για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Το τμήμα που απομένει, παρότι μικρότερο, θα είναι εξίσου δύσκολο, καθώς η προσπάθεια θα πρέπει να καταβληθεί επιπλέον των θυσιών που ήδη έγιναν. Ωστόσο, έχουν τεθεί οι βάσεις προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα σοβαρά χρόνια προβλήματα. Τώρα που το τέρμα της διαδρομής γίνεται επιτέλους ορατό, οφείλουμε να εντείνουμε την προσπάθεια, να ταχύνουμε το βηματισμό για να καλύψουμε και το τελευταίο μέρος της απόστασης και να εξασφαλίσουμε ότι οι θυσίες των πολιτών δεν θα πάνε χαμένες και ότι, αντίθετα, μας περιμένει αυτή τη φορά ένα νέο καλύτερο μέλλο
Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου