Η προσδοκία ότι τα επιτόκια δανείων θα αποκλιμακωθούν με τη χορήγηση της δόσης ύψους 31,5 δισ. ευρώ και την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είναι σχεδόν ανυπόστατη, λένε τραπεζικά στελέχη.
Και εξηγούν ότι η επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα, προϋποθέτει τη δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας (σε μεγάλο βαθμό), την επιστροφή μέρους των καταθέσεων ύψους περί τα 80 δισ. ευρώ που έχουν φύγει από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και το άνοιγμα των αγορών για τη χώρα και τις τράπεζες της, για το οποίο, εκτός από την ανάκτηση της εμπιστοσύνης, βασικό ζητούμενο είναι η επιστροφή της χώρας σε μία διατηρήσιμη και όχι αποσπασματικού χαρακτήρα ανάπτυξη.
Ακόμα όμως και αν όλα τα παραπάνω συνέβαιναν σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, το χρήμα για δανεισμό δε θα ήταν αρκετό και θα ήταν σίγουρα ακριβότερο από τα επίπεδα του 2006 - 2007.
Η ζήτηση σήμερα για δάνεια είναι ιδιαίτερα υψηλή τόσο στην Ελλάδα, όσο και (σχεδόν) σε ολόκληρη την Ευρώπη, η προσφορά από τις τράπεζες περιορισμένη και το κόστος δανεισμού σημαντικά αυξημένο, ιδιαίτερα για μια περίοδο σοβαρής ύφεσης σαν αυτή που σήμερα διανύουμε.
Οι τραπεζίτες σημειώνουν ότι το επιχείρημα, ότι οι τράπεζες δεν επιθυμούν να δανείσουν και κρατούν τη ρευστότητα δεν ευσταθεί, αφού μεγάλο μέρος της κερδοφορίας τους επιτυγχάνεται μέσω του δανεισμού, ενώ παράλληλα η ρευστότητα που τους δίνεται από το ευρωσύστημα, χρηματοδοτεί τα ήδη υπάρχοντα δάνεια τα οποία πριν το Μνημόνιο του 2010 κάλυπταν από τις αγορές και τις υψηλές καταθέσεις που διατηρούσαν.
Σήμερα, λένε οι τραπεζίτες, για να στηριχθεί η ανάπτυξη, θα μπορούσε να εξευρεθεί από την κυβέρνηση, σε συνεργασία π.χ. με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ένα κονδύλι της τάξεως π.χ. των 10 δισ. ευρώ, το οποίο μέσω των τραπεζών να διοχετευτεί συντονισμένα στην αγορά ώστε να κυκλοφορήσει χρήμα που αλυσιδωτά θα βοηθούσε επιχειρήσεις, προμηθευτές, κ.λπ., να αποπληρώσουν έστω και μέρος των επιταγών τους, καθώς και άλλες υποχρεώσεις π.χ. μισθοδοσίες και εισφορές.
Το μετρό αυτό, επισημαίνουν οι ίδιοι, δε θα είχε αναπτυξιακό στόχο, αλλά θα στόχευε στην έστω και μερική αποσυμφόρηση της αγοράς για να δοθεί χρόνος στην επιχειρηματική κοινότητα να προσαρμοστεί πιο ομαλά στα νέα δεδομένα.
Ρευστότητα
Η χρηματοπιστωτική κρίση στις ΗΠΑ το 2007, που μετεξελίχτηκε σε ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική κρίση το 2008 και που αυτή με τη σειρά της προκάλεσε την κρίση των ευρωπαϊκών κρατικών χρεών (ομολόγων), που τελικά κατέληξε σε κρίση του τραπεζικού συστήματος, στη ουσία έδωσε τέλος σε μια δεκαετή περίοδο (ή και παραπάνω) φθηνής και άφθονης ρευστότητας.
Η παγκόσμια κοινότητα διένυσε δηλαδή μια παρατεταμένη περίοδο υπερβολής η οποία δημιούργησε μία ανεξέλεγκτη «φούσκα», που δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθεί. Οι τράπεζες στην περίοδο αυτή σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο, αλλά και στη Ελλάδα, δάνειζαν πολύ περισσότερα κεφάλαια από τις καταθέσεις που είχαν, σε μία «μονομαχία» για την απόκτηση μεγαλύτερων μεριδίων αγοράς. Στο βωμό αυτόν, τιμολογούσαν τα επιτόκια των δανείων σε πολύ χαμηλά επίπεδα, σχεδόν εξευτελιστικά, προκειμένου να προσελκύσουν όσο περισσότερους πελάτες μπορούσαν, έστω και αν τα δάνεια αυτά τελικά δεν ήταν κερδοφόρα. Δεν ελάμβαναν δηλαδή σχεδόν καθόλου υπόψη τους, τους κινδύνους που έκρυβε αυτή η διαδικασία.
Έτσι, τα σημερινά επιτόκια φαίνονται ακόμη πιο υψηλά και η επιβάρυνση των ισολογισμών των επιχειρήσεων δυσβάσταχτη. Ακόμα και οι μέτοχοι των τραπεζών, «επιβράβευαν» τα αυξημένα μερίδια αγοράς μέσω των αγορών περισσότερων μετοχών, αυξάνοντας έτσι τη χρηματιστηριακή τους αξία, έστω και αν η κερδοφορία των μεριδίων αυτών ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.
Οι τράπεζες για να χορηγήσουν περισσότερα δάνεια από όσα τους επέτρεπαν οι καταθέσεις τους, τιτλοποιούσαν και μεταπωλούσαν μεγάλα πακέτα δανείων. Επίσης, εξέδιδαν συνεχώς πάσης μορφής δικά τους ομόλογα που οι διεθνείς αγορές χρήματος/χρέους (δηλαδή, οι θεσμικοί επενδυτές όπως ασφαλιστικά ταμεία, ταμεία συντάξεων, ασφαλιστικές εταιρείες, τράπεζες κ.λπ. και όχι όπως ευρέως λέγεται η διατραπεζική αγορά) ήταν διατεθειμένες να αγοράσουν. Με τη χρηματοπιστωτική κρίση όμως, που στην ουσία δεν ήταν άλλο από μια τεράστια κρίση εμπιστοσύνης στην αγορά χρήματος, οι επενδυτές αυτοί, έπαψαν να ενδιαφέρονται να τοποθετήσουν τα χρήματα τους σε τέτοια χρεόγραφα.
Έτσι οι τράπεζες δεν μπορούσαν να βρουν πλέον νέα χρήματα για να δώσουν νέα δάνεια, αλλά ούτε και να επανεκδώσουν τα ομόλογα αυτά για να κλείσουν τα ανοίγματα των δανείων που ήδη είχαν δώσει, όταν τα παλιά ομόλογα έληγαν. Τότε, στράγγιξε η ρευστότητα από την αγορά.
Σαν αποτέλεσμα, ζήτησαν κρατική στήριξη ρευστότητας, όχι για να «ρίξουν νέα χρήματα στην οικονομία» (όπως λεγόταν συχνά από το πολιτικό προσωπικό) αλλά για να βοηθήσουν τις τράπεζες να κλείσουν τα χρηματοδοτικά ανοίγματα τους από δάνεια που ήδη είχαν δώσει. Αυτή η ενίσχυση δόθηκε σε μορφή ομολόγων που οι τράπεζες μετά έδιναν σαν ενέχυρο στην ΕΚΤ για να πάρουν την ρευστότητα, αφού δεν επιτρέπεται στην ΕΚΤ να δανείζει τράπεζες χωρίς εξασφαλίσεις.
Πιέσεις
Οι πιέσεις ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες πολλαπλασιάστηκαν με την φυγή περίπου 80 δισ. καταθέσεων, αφού αύξησε ακόμα παραπάνω το χρηματοδοτικό τους άνοιγμα. Σήμερα η ΕΚΤ ενισχύει με ρευστότητα 700 δισ. ευρώ περίπου τις ευρωπαϊκές τράπεζες εκ των όποιων 133 δισ. κατευθύνονται στις ελληνικές.
Έτσι, πρέπει να γίνει αντιληπτό, λένε τραπεζικοί αναλυτές, ότι οποιαδήποτε κεφάλαια εισέλθουν στις τράπεζες τώρα, είτε με την επανακεφαλαιοποίηση είτε με την επιστροφή καταθέσεων από το εξωτερικό, θα πρέπει πρωτίστως να χρησιμοποιηθούν για αποπληρωμή της ΕΚΤ. Συνεπώς, εξηγούν οι ίδιοι, έστω και αν αυτό γίνει πολύ σταδιακά, χρήματα στην αγορά σε ουσιαστικό βαθμό δεν θα «πέσουν» σε μεγάλα ποσά, αλλά ούτε και με γρήγορους ρυθμούς.
Δεδομένου όμως ότι η πιθανότητα μαζικής επιστροφής καταθέσεων και το άνοιγμα ξανά των αγορών θα πάρουν πολύ χρόνο για τη χωρά μας και δεδομένου ότι η ρευστότητα που θα προκύψει από την επανακεφαλαιοποίηση θα είναι πολύ μικρή για να καλύψει την χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι τράπεζες (στην Ευρωπη και στην Ελλαδα, αναγκάζονται να κάνουν μεγάλη απομόχλευση, εισπράττοντας όσα δάνεια αποπληρώνονται, μη δίνοντας νέα δάνεια, πωλώντας παράλληλα θυγατρικές και άλλες συμμέτοχες τους και μειώνοντας το λειτουργικό τους κόστος.
Αυτό εξυπηρετείται και με τις συγχωνεύσεις των τραπεζών με τις σχετικές οικονομίες κλίμακος που επιτυγχάνονται.
Απομόχλευση
Η κυριότερη μέθοδος γρήγορης απομόχλευσης (στην ουσία δηλαδή συρρίκνωσης του ενεργητικού των τραπεζών), δηλαδή δημιουργίας ρευστότητας, που χρησιμοποιούν ευρέως οι τράπεζες σε άλλες χώρες που δεν έχουν δημοσιονομικό πρόβλημα, είναι η πώληση πακέτων δανείων τους στην αγορά.
Όμως αυτή τη μέθοδο δεν μπορούν να ακολουθήσουν οι ελληνικές τράπεζες. Κανένας επενδύτης δεν προτίθεται να αγοράσει δάνεια από την Ελλάδα και μάλιστα χωρίς ένα πολύ μεγάλο και συμφέρον discount (έκπτωση). Η επιστροφή κάθε τι ελληνικού στις αγορές θα πάρει πολύ χρόνο, επαναλαμβάνουν οι τραπεζικοί αναλυτές. Στη ουσία λοιπόν οι ελληνικές τράπεζες στερούνται του κυριότερου μηχανισμού να «ξαναγεννήσουν» ρευστότητα.
Εληξε η εποχή της μεγάλης ρευστότητας
Νέα δεδομένα για τις επιχειρήσεις
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως πανευρωπαϊκά ο μηχανισμός αυτός της απομόχλευσης, έχει συντελέσει στο να συρρικνωθεί το ενεργητικό των τραπεζών κατά 20% τα τελευταία χρόνια, με αντίστοιχο αποτέλεσμα στη ρευστότητα και στην τιμολόγηση, λένε τραπεζικοί αναλυτές.
Ωστόσο, λένε Έλληνες τραπεζίτες, στο παρελθόν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αλλά και αλλού, μπορεί να ανοίχτηκαν πολύ περισσότερο από όσο έπρεπε παρασυρόμενες από τη φούσκα που δημιουργείτο από την άπλετη και φθηνή ρευστότητα. Δεν πρέπει όμως να περιμένουν την ίδια φούσκα να δημιουργηθεί ξανά, τουλάχιστον σε σύντομο χρονικό διάστημα, επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές. Θα πρέπει, τονίζουν οι ίδιοι, να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και να λειτουργήσουν στο μέλλον με λιγότερο δανεισμό.
Ανώτατα στελέχη τραπεζών λένε μάλιστα ότι και οι επιχειρήσεις θα πρέπει αντίστοιχα να κάνουν την απομόχλευση τους, να μειώσουν τον κύκλο των εργασιών τους, να μειώσουν το κόστος τους και να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα. Θα αποτελέσει και ένα βασικό κριτήριο για το ποια επιχείρηση είναι υγιής και σε ποια θα... βγει ο αναπνευστήρας της ρευστότητας.
Προτεραιότητα στην κερδοφορία
Μετά το τέλος της φούσκας, οι τράπεζες πλέον σε όλο τον κόσμο, μετά από μια περίοδο σημαντικής απομόχλευσης, επιζητούν την κερδοφορία αντί του αποτυχημένου και πια μη αποτελεσματικού μοντέλου της αύξησης του μεριδίου αγοράς. Και τούτο, διότι θέλουν να μπορέσουν να έχουν τόσα κέρδη όσα θα τους επιτρέψουν να αποπληρώσουν τις κρατικές ενισχύσεις που έχουν λάβει και να απαλλαγούν από τις παρεμβάσεις του Δημοσίου. Ακόμα και τα ίδια τα κράτη που έγιναν μέτοχοι των τραπεζών αυτών ενισχύοντας τες με νέα κεφάλαια, επιζητούν την κερδοφορία για να βρουν ευκολότερα αγοραστές να πωλήσουν τις μετοχές που κατέχουν και να λάβουν πίσω τα κεφάλαια που έδωσαν, μειώνοντας το χρέος τους.
Τιμολογούν λοιπόν τα δάνεια και όλες τις άλλες υπηρεσίες τους πολύ πιο ακριβά από πριν, με τρόπο που αντικατοπτρίζει πιο πολύ τον βαθμό ρίσκου των δανείων. Και θα συνεχίσουν να το κάνουν, λένε τα στελέχη των τραπεζών και επισημαίνουν ότι ακριβώς το ίδιο έχει γίνει και σε όλες τις άλλες χώρες του δυτικού κόσμου.
Νέοι κανόνες
Επιπλέον, οι νέοι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, απαιτούν αυξημένα εποπτικά κεφάλαια από τις τράπεζες. Δηλαδή, χρήμα -μονιμότερου χαρακτήρα, που οι τράπεζες δεν έχουν την υποχρέωση να επιστρέψουν πίσω σε κάποιον και που οι τράπεζες θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν για μελλοντικές διαγραφές προβληματικών δανείων- αντίθετα από το χρήμα μιας κατάθεσης με ημερομηνία λήξης, που λογίζεται ως ρευστότητα. Αυτό, ασκεί ακόμα περισσότερη πίεση για κερδοφορία στις τράπεζες. Και αυτό γιατί για να πετύχουν καλές αποδόσεις στα αυξημένα πλέον «ίδια», εποπτικά κεφάλαια που θα χρειαστούν να βάλουν οι επενδυτές, έχουν την πίεση να γίνουν πιο αποτελεσματικές και πιο κερδοφόρες.
Τέλος, η συνεχιζόμενη ύφεση, εξακολουθεί να αυξάνει τα επισφαλή δάνεια, βάζοντας ακόμα περισσότερο το? μαχαίρι στο λαιμό των τραπεζιτών για αυξημένη κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων που διοικούν, προσθέτοντας άλλο ένα λόγο για να συνεχίσουν να τιμολογούν τα δάνεια με αυξημένα επιτόκια για να αντισταθμίσουν την εξ' αυτού του λόγου απώλειας κερδοφορίας αφού αναγκάζονται να συνεχίζουν να βάζουν επιπλέον προβλέψεις για τις νέας αυτές επισφάλειες.
Οι πιέσεις ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες πολλαπλασιάστηκαν με την φυγή περίπου 80 δισ. καταθέσεων, αφού αυξήθηκε ακόμα παραπάνω το χρηματοδοτικό τους άνοιγμα. Σήμερα, η ΕΚΤ ενισχύει με ρευστότητα περίπου 700 δισ. ευρώ τις ευρωπαϊκές τράπεζες, εκ των όποιων 133 δισ. κατευθύνονται στις ελληνικές
Θα μπορούσε να εξευρεθεί από την κυβέρνηση, σε συνεργασία π.χ. με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ένα κονδύλι της τάξεως των 10 δισ. ευρώ, το οποίο μέσω των τραπεζών να διοχετευτεί συντονισμένα στην αγορά ώστε να κυκλοφορήσει χρήμα
Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου