Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Η δικαιολογία της «ποιοτικής» δικαιοσύνης, την οποία προβάλλουν νομικοί κύκλοι, ως αντιστάθμισμα στην -εξαιρετικά- βραδεία διαδικασία διεκπεραίωσης των υποθέσεων από το δικαιικό σύστημα, δεν ευσταθεί.
Η δικαιοσύνη πρέπει ν' αποδίδεται σε εύλογο χρονικό διάστημα, διαφορετικά ο όρος «ποιοτική» δεν είναι δόκιμος.
O παραδοσιακός τρόπος απονομής της δικαιοσύνης, όπως τον γνωρίζαμε έως πρότινος, ήτοι προσφυγή των διαδίκων στα διοικητικά δικαστήρια για την επίλυση των διαφορών τους, δεν παράγει πλέον προστιθέμενη αξία για την κοινωνία μας, ιδιαίτερα για τις παραγωγικές τάξεις. Oι οικονομικές συνέπειες για μία οικονομική μονάδα, επί παραδείγματι, σε πάγια κόστη και απώλεια εσόδων, από το πάγωμα μίας επένδυσης επ' αόριστον σε αναμονή έκδοσης οριστικής δικαστικής απόφασης, είναι ανυπολόγιστες. Η επιχείρηση, καθ' όλο το διάστημα της εκκρεμοδικίας, υποχρεούται ν' αναστείλει την επίμαχη δραστηριότητα και, σε ακραίες περιπτώσεις καθυστέρησης, στην προσπάθειά της να περιορίσει ή και να τερματίσει την οικονομική αιμορραγία, εξαναγκάζεται σε ματαίωση της επένδυσης με πιθανές συνέπειες την καταγραφή ζημίας, απώλεια ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, απώλεια φήμης και πελατείας και πτώση μεριδίου αγοράς. Ολα τα προηγούμενα μετουσιώνονται σε μείωση κερδοφορίας και απώλεια θέσεων εργασίας.
Την έλλειψη αποτελεσματικότητας στην απονομή της δικαιοσύνης ήρθε να καλύψει αρχικά ο νεοεισαχθείς στο δικαιικό μας σύστημα θεσμός της Διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις με τον νόμο 3898/2010.
Εν τούτοις, πολλοί θ' αναρωτηθούν, γιατί να προτιμήσουν τη Διαμεσολάβηση για την επίλυση της διαφοράς τους; Και γιατί να εμπιστευτούν την υπόθεσή τους σ' ένα Διαμεσολαβητή;
Ο Διαμεσολαβητής είναι ένα τρίτο, ανεξάρτητο, ειδικά εκπαιδευμένο και άρτια καταρτισμένο πρόσωπο, με υψηλά ηθικά πρότυπα, το οποίο λειτουργεί υπό ιδιαίτερα αυστηρούς κανόνες δεοντολογίας και έρχεται σε επικοινωνία με τα μέρη, από κοινού ή/και σε κατ' ιδίαν συναντήσεις, έχοντας ως στόχο τη γεφύρωση των διαφορών των μερών και την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των.
Η Διαμεσολάβηση είναι μία εκούσια και άτυπη πλην όμως δομημένη διαδικασία, χαμηλού σχετικά κόστους, χωρίς τοπικούς ή χρονικούς περιορισμούς, με τους διάδικους να ελέγχουν πλήρως το αποτέλεσμα. Λαμβάνει χώρα σε ένα ιδιωτικό διακριτικό περιβάλλον, διαρκεί ελάχιστο χρόνο (1 - 1½ ημέρες) και διέπεται υπό αυστηρό καθεστώς εμπιστευτικότητας. Έρχεται δε σε πλήρη αντίθεση με τη δημόσια, εξαιρετικά χρονοβόρα και κοστοβόρα δικαστική διαδικασία, η οποία είναι προσανατολισμένη στην ερμηνεία του γράμματος του νόμου και όχι στην απόδοση ουσιαστικού δικαίου, και έχει συνήθως απρόβλεπτο αποτέλεσμα για τους διάδικους, με τους τελευταίους να μην έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν την έκβαση του αποτελέσματος. Τα διάδικα μέρη είναι και παραμένουν εχθροί, τόσο πριν από την έναρξη της δικαστικής διαμάχης, όσο κατά τη διάρκειά της, αλλά και μετά το πέρας αυτής, απλά διότι νικητής θα ανακηρυχθεί μόνον ο εις εκ των δύο στην αίθουσα του δικαστηρίου. Από αυτό το σημείο εκτυλίσσεται η ουσιαστική υπεροχή της Διαμεσολάβησης ως εναλλακτικός τρόπος -εξώδικης- επίλυσης μίας διένεξης. Ο έλεγχος των συμφερόντων και των δύο πλευρών και η ικανοποίηση αυτών στον μέγιστο βαθμό, σε συνδυασμό με το πνεύμα συνεργασίας και δημιουργικότητας που καλλιεργείται ανάμεσα στα μέρη, βοηθά στην επίτευξη βιώσιμης συμφωνίας και στην ανακήρυξη αμφότερων των μερών ως νικητές (win-winsituation). Επιπροσθέτως, διατηρεί ζωντανή τη δυνατότητα συνέχισης της σχέσης, στοιχείο με ιδιαίτερη βαρύτητα για την επιχειρηματική κοινότητα.
Και για τους περισσότερο καχύποπτους, παρέχεται από τον νόμο η δυνατότητα κήρυξης της επιτευχθείσας συμφωνίας ως εκτελεστής. Μετά από όλα τα παραπάνω, υπάρχουν κάποιοι που δεν πιστεύουν ότι η Διαμεσολάβηση αξίζει μία ευκαιρία ν' αποδείξει την αποτελεσματικότητά της;
Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου